νευροειδής
From LSJ
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
English (LSJ)
ές, like sinews: τὸ ν., = λειμώνιον, Dsc.4.16, Plin.HN 20.72.
Greek (Liddell-Scott)
νευροειδής: -ές, ὅμοιος νεύρῳ· τὸ νευροειδές, = λειμώνιον, Διοσκ. 4. 16, Πλίν. 20. 28.
Greek Monolingual
-ές (Α νευροειδής, -ές)
αυτός που έχει μορφή νεύρου, που μοιάζει με νεύρο
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τo νευροειδές
το φυτό λειμώνιο.
German (Pape)
ές, sehnenartig, auch Name einer Pflanze, Diosc.