στερεόπους
From LSJ
ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. ποδος, solid-footed, Hippiatr.95; gloss on χαλκόπους, Sch.D Il. 8.41.
German (Pape)
[Seite 937] ποδος, mit hartem Fuße, Schol. Il. 8, 41.
Greek (Liddell-Scott)
στερεόπους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πόδας στερεούς, Σχόλ. εἰς Ὅμηρ., ὡσαύτως συνώνυμ. τῷ χαλκόπους.
Greek Monolingual
-ποδος, ὁ, ἡ, ΜΑ
αυτός που έχει σταθερά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + πούς, ποδός].