λεγνωτός
From LSJ
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
English (LSJ)
ή, όν, with a coloured border, χιτών Call. Dian.12; λ. ῥάβδοι Nic.Th.726.
German (Pape)
[Seite 21] mit einem bunten Saum versehen; χιτών, Callim. Dian. 12; λεγνωταὶ ῥάβδοι, Nic. Ther. 726.
Greek (Liddell-Scott)
λεγνωτός: -ή, -όν, ἔχων κεχρωματισμένην παρυφήν, χιτὼν Καλλ. εἰς Ἄρτ. 12, Χριστοδ. Ἔκφρ. 309· λ. ῥάβδοι Νικ. Θ. 726.
Greek Monolingual
λεγνωτός, -ή, -όν (Α) λέγνον
αυτός που έχει χρωματισμένη παρυφή («λεγνωτὸς χιτών», Καλλ.).