χαλκοσμάραγδος
From LSJ
English (LSJ)
[σμᾰ], ἡ, a green stone with metallic veins, perhaps malachite, Plin.HN37.74.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκοσμάραγδος: ὁ, λίθος πράσινος μετὰ μεταλλικῶν φλεβῶν, ἴσως ὁ μαλαχίτης, Πλίν. 37. 19.
Greek Monolingual
ὁ, Α
είδος πράσινου λίθου με μεταλλικές φλέβες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + σμάραγδος.