περιτυλίσσω
From LSJ
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
English (LSJ)
wrap round, Sor.1.82,84, Hsch.s.v. ἐσπαργάνωσεν, Phot.
Greek (Liddell-Scott)
περιτυλίσσω: τυλίσσω ὁλόγυρα, Ἡσύχ. ἐν λ. ἐσπαργάνωσιν· «περιτυλίξας, περιειλήσας» Φώτ.
Greek Monolingual
ΝΜΑ και περιτυλίγω Ν
1. τυλίγω κάτι γύρω γύρω, καλύπτω κάτι από παντού
2. τυλίγω κάτι γύρω από κάτι άλλο.