κορσωτήρ
From LSJ
Λιμὴν ἀτυχίας ἐστὶν ἀνθρώποις τέχνη → Ars est hominibus portus infortunii → Vor Unglück bietet Menschen Zuflucht Kunstverstand
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, barber, Call.Fr.anon. 128, Poll.2.32:—also κορσ-ωτεύς, έως, Charon 9.
Greek (Liddell-Scott)
κορσωτήρ: ῆρος, ὁ, κουρεύς, Πολυδ. Β΄, 32· ― ὡσαύτως κορσωτεύς, έως, Χάρων παρ’ Ἀθην. 520Ε· καὶ κορσωτήριον, τό, κουρεῖον, αὐτόθι.
Greek Monolingual
κορσωτήρ, -ῆρος, ὁ (Α) κορσώ
κουρέας.
German (Pape)
ῆρος, ὁ, = κορσωτεύς, Poll. 2.32.