καταγλυκαίνω

From LSJ
Revision as of 00:50, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταγλῠκαίνω Medium diacritics: καταγλυκαίνω Low diacritics: καταγλυκαίνω Capitals: ΚΑΤΑΓΛΥΚΑΙΝΩ
Transliteration A: kataglykaínō Transliteration B: kataglykainō Transliteration C: kataglykaino Beta Code: kataglukai/nw

English (LSJ)

sweeten, Gal.14.753:—metaph. in Med., ἐν ἐννέ' ἂν Χορδαῖς κατεγλυκάνατο Chionid.4.

German (Pape)

[Seite 1342] sehr süß machen, versüßen, Sp.; τὴν ἀκοήν, das Ohr kitzeln, dem Ohre schmeicheln. – Auch med., ἐν ἐννέ' ἂν χορδαῖς κατεγλυκάνατο Chionids bei Ath. XIV, 638 e.

Greek (Liddell-Scott)

καταγλῠκαίνω: κάμνω τι λίαν γλυκύ, Γαλην. τ. 14. σ. 753, 13· μεταφ., ποιητῶν μέτρῳ καὶ μύθῳ καταγλυκαινόντων τὴν ἀκοὴν Ἐκκλ.· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ταῦτ’ οὐ μὰ τὸν Δία Γνήσιππος οὐδὲ Κλεομένης ἐν ἐννέ’ ἂν χορδαῖς κατεγλυκήνατο Χιωνίδης ἐν «Πτωχοῖς» 1.

Greek Monolingual

καταγλυκαίνω (AM)
1. κάνω κάτι πολύ γλυκό
2. παρέχω μεγάλη ηδονή σε κάποιον, ευχαριστώ κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + γλυκαίνω (< γλυκύς)].