ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
Full diacritics: κτηνύδριον | Medium diacritics: κτηνύδριον | Low diacritics: κτηνύδριον | Capitals: ΚΤΗΝΥΔΡΙΟΝ |
Transliteration A: ktēnýdrion | Transliteration B: ktēnydrion | Transliteration C: ktinydrion | Beta Code: kthnu/drion |
τό, Dim. of κτῆνος, PStrassb.92.12 (iii A.D.), PFlor. 120.6 (iii A.D.).
κτηνύδριον, τὸ (Α)
πάπ. μικρό κτήνος, μικρό ζώο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + υποκορ. κατάλ. -ύδριον (πρβλ. λογύδριον, νησύδριον)].