ἀδεισίθεος
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
ον, impious, λογισμοί Orac. ap. Jul.Ep.88; ἄνδρος Procl.H.3.12.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
impío, que no teme a los dioses ἄνδρες Procl.H.3.12, λογισμοί Orác. en Iul.Ep.88.451a.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδεισίθεος: -ον, ἀσεβής, ὁ θεὸν μὴ φοβούμενος, «ἀθεόφοβος», λογισμοί, Χρησμ. παρ’ Ἰουλ. 297D.
German (Pape)
Gott nicht fürchtend, Sp.