φιαληφόρος

From LSJ
Revision as of 16:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐᾰληφόρος Medium diacritics: φιαληφόρος Low diacritics: φιαληφόρος Capitals: ΦΙΑΛΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: phialēphóros Transliteration B: phialēphoros Transliteration C: fialiforos Beta Code: fialhfo/ros

English (LSJ)

ἡ, cup-bearer, title of a Locrian priestess, Plb.12.5.9; name of play by Anaxandr.

German (Pape)

[Seite 1273] die Schaale tragend, Pol. 12, 5,9.

Russian (Dvoretsky)

φιᾰληφόρος:чашеносица (название жрицы у локров) Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

φιᾰληφόρος: ἡ, ἡ φέρουσα φιάλην, ὄνομα Λοκρίδος ἱερείας, Πολύβ. 12. 5, 9.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (ως ονομασία ιέρειας της Λοκρίδος) αυτός που φέρει φιάληὑπὲρ τῆς φιαληφόρου παρ' αὐτοῖς λεγομένης τοιαύτη τις ἱστορία παρεδέδοτο», Πολ.)
2. ως κύριο όν. Φιαληφόρος
τίτλος κωμωδίας του Αναξανδρίδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιάλη + -φόρος. Το -η- του τ. οφείλεται πιθ. σε μετρικούς λόγους].