θυννοθήρας
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
English (LSJ)
ου, ὁ, tunny-fisher, title of Mime by Sophron, Ath.7.303c, 306d, Ael.NA15.6.
German (Pape)
[Seite 1225] ὁ, Thunfischfänger, Ath. VII, 303 c; Titel eines Stückes des Sophron, 306 d.
Greek (Liddell-Scott)
θυννοθήρας: -ου, ὁ, ὁ ἁλιεύων θύννους, ὄνομα μίμου τινὸς τοῦ Σώφρονος, Ἀθήν. 303 C, 3061).
Greek Monolingual
θυννοθήρας, ὁ (Α)
(ως τίτλος ενός μίμου του Σώφρονος) αυτός που ψαρεύει τον(ν)ους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύννος + -θηρας (< θήρα), πρβλ. θεσιθήρας, ορνιθοθήρας].