ἀρθμέω

Revision as of 18:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

intr., to be united, ἐν φιλότητι ἀρθμήσαντε Il.7.302:—Pass., ἀρθμηθέντες A.R.1.1344.

Spanish (DGE)

ponerse de acuerdo ἐν φιλότητι διέτμαγεν ἀρθμήσαντε Il.7.302, συστησάμενοι καὶ ἀρθμήσαντες Eun.VS 480, en v. pas. A.R.1.1344.

German (Pape)

[Seite 350] (ἀρθμός), zusammenfügen, verbinden; pass. einträchtig sein, ἀρθμηθέντες Ap. Rh. 1, 1344; in ders. Bdtg das activ. Hom. Il. 7, 302 ἐν φιλότητι διέτμαγεν ἀρθμήσαντε.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ajuster ; joindre, unir.
Étymologie: ἀρθμός.

Russian (Dvoretsky)

ἀρθμέω: объединяться, примиряться (ἐν φιλότητι Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀρθμέω: μέλλ. -ήσω, ἀμετάβ., συναρμόζω, συνδέω, ἠδ’ αὖτ’ ἐν φιλότητι διέτμαγεν ἀρθμήσαντε, «τῷ ὄντι δὲ διεχωρίσθησαν ἐν φιλίᾳ ἁρμοσθέντες καὶ συμβιβασθέντες» (μετάφρ. Θ. Γαζῆ)˙ «εἰς ἀρθμόν, ἤγουν ἁρμονίαν φιλικὴν ἐλθόντες ἀλλήλοις» (Εὐστ.) Ἰλ. Η. 302˙ ὁ Ἀπολλ. Ρόδ. ἔχει ἀρθμηθέντες ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, Α. 1344.

English (Autenrieth)

(ἀρθμός, root ἀρ), aor. part. du. ἀρθμήσαντε: form a bond, be bound together in friendship, Il. 7.302†.

Greek Monolingual

ἀρθμέω (Α) αρθμός
συμβιβάζομαι, μονιάζω.

Greek Monotonic

ἀρθμέω: μέλ. -ήσω, αμτβ., είμαι συνδεδεμένος, συναρμοσμένος, ενωμένος, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

[from ἀρθμός
intr. to be united, Il.