συνεκφώνησις
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
εως, ἡ, Gramm., = συνίζησις 2, Heph.2.1, Aristid.Quint.1.23, cf. Eust.25.33.
German (Pape)
[Seite 1014] ἡ, das Zusammenaussprechen, Eust. – Auch = συνίζησις, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκφώνησις: ἡ, τὸ συνεκφωνεῖν, ἡ σύγχρονος ἐκφώνησις, Κλήμ. Ἀλεξ. 374, 854· ― παρὰ τοῖς γραμμ., = συνίζησις 2, Εὐστ. σ. 11. 32.