ναϊσκάριον
From LSJ
ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational
English (LSJ)
τό, Dim. of ναΐσκος, PMag.Par.1.3145, Sch.Aeschin. 1.10, Gloss.
German (Pape)
[Seite 227] τό, dim. zum Folgdn (?).
Spanish
Greek Monolingual
ναϊσκάριον, τὸ (Α) ναΐσκος
υποκορ. του ναΐσκος.
Léxico de magia
τό capilla ἔνθες (τὸν ἀνδριάντα) εἰς ν. ἀρκεύθινον pon la estatua en una capilla de enebro P IV 3145 στεφανοῦ δὲ τὸ ν. ἐλαΐνῳ corona la capilla con (ramas de) olivo P IV 3154