ἐρωτόληπτος
From LSJ
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
English (LSJ)
ον, love-smitten, Procop. Arc.1; ἔς τινα ib.4.
German (Pape)
[Seite 1041] von Liebe ergriffen, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρωτόληπτος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ κατεχόμενος ὑπὸ ἔρωτος, Λατ. amore cuptas, Νικήτ. Εὐγ. 6. 624.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἐρωτόληπτος, -ον)
1. αυτός που έχει καταληφθεί από έρωτα, ερωτοχτυπημένος
2. ο ερωτύλος, ο επιρρεπής στις ερωτικές περιπέτειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, -ωτος + -ληπτος < λαμβάνω.