κεραμοπλάστης

From LSJ
Revision as of 01:33, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾰμοπλάστης Medium diacritics: κεραμοπλάστης Low diacritics: κεραμοπλάστης Capitals: ΚΕΡΑΜΟΠΛΑΣΤΗΣ
Transliteration A: keramoplástēs Transliteration B: keramoplastēs Transliteration C: keramoplastis Beta Code: keramopla/sths

English (LSJ)

ου, ὁ, potter, PLips.97 xxvi 10 (iv A.D.), PLond. 1821.234.

Greek (Liddell-Scott)

κεραμοπλάστης: ὁ, = κεραμεύς, Πάπυρ. Βερολ. 688, 7.

Greek Monolingual

κεραμοπλάστης, ὁ (Α)
κεραμέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέραμος + -πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. γλωσσοπλάστης, μυθοπλάστης.