ἐπινοητής

From LSJ
Revision as of 19:15, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπινοητής Medium diacritics: ἐπινοητής Low diacritics: επινοητής Capitals: ΕΠΙΝΟΗΤΗΣ
Transliteration A: epinoētḗs Transliteration B: epinoētēs Transliteration C: epinoitis Beta Code: e)pinohth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, inventive person, περὶ τὰς ἐδωδάς M.Ant.1.16.

German (Pape)

[Seite 966] ὁ, der Etwas ausdenkt, M. Anton. 1, 16 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui pense à, soucieux de.
Étymologie: ἐπινοέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπινοητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐπινοῶν, δίδων προσοχὴν εἴς τι, οὐ περὶ τὰς ἐδωδὰς ἐπινοητὴς Μ. Ἀντών. 1. 16.

Greek Monolingual

ο (AM ἐπινοητής, θηλ. ἐπινοήτρια) επινοώ
1. αυτός που επινοεί, ο εφευρέτης
2. αυτός που δίνει προσοχή σε κάτι.