κνημιαῖος
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
α, ον, of the calf or leg, Hp.Oss.16 (written κνημαῖος Gal.19.112).
German (Pape)
[Seite 1460] = κνημαῖος, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
κνημιαῖος: -α, -ον, = κνημαῖος, Ἱππ. 279. 19· πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 556.
Greek Monolingual
και κνημαίος, -α, -ο (AM κνημιαῖος και κνημαῖος, -αία, -ον) κνήμη
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κνήμη («κνημιαίος μυς»).