ἀποτμήξ

From LSJ
Revision as of 14:24, 3 January 2023 by Spiros (talk | contribs)

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτμήξ Medium diacritics: ἀποτμήξ Low diacritics: αποτμήξ Capitals: ΑΠΟΤΜΗΞ
Transliteration A: apotmḗx Transliteration B: apotmēx Transliteration C: apotmiks Beta Code: a)potmh/c

English (LSJ)

ἀποτμῆγος, ὁ, ἡ, cut off, sheer, like ἀπορρώξ, σκοπιή A.R.2.581.

Spanish (DGE)

ἀποτμῆγος cortado, tallado a pico σκοπιή A.R.2.581.

German (Pape)

[Seite 331] ἀποτμῆγος, abgeschnitten, steil, σκοπιά Ap. Rh. 2, 581.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτμήξ: ἀποτμῆγος, ὁ, ἡ, ἀποκεκομμένος, ἀπότομος, ὡς τὸ ἀπορρώξ, ἀποτμῆγι σκοπιῇ ἴσον, ὅ ἐ. ἀπερρηγμένη, ἀπεσχισμένη, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 581.

Greek Monolingual

ἀποτμήξ (ἀποτμῆγος), ο, η (Α) αποτμήγω
αυτός που έχει αποκοπεί, απότομος.