ἄψυκτος

From LSJ
Revision as of 18:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄψυκτος Medium diacritics: ἄψυκτος Low diacritics: άψυκτος Capitals: ΑΨΥΚΤΟΣ
Transliteration A: ápsyktos Transliteration B: apsyktos Transliteration C: apsyktos Beta Code: a)/yuktos

English (LSJ)

ον, not capable of being cooled, Pl.Phd. 106a.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): lat. apsyctos Plin.HN 37.148
1 que no se puede enfriar subst. τὸ ἄ. Pl.Phd.106a.
2 subst. mineral. ἡ ἄ. n. de un tipo de lignito Plin.l.c.

German (Pape)

[Seite 421] nicht kalt werdend, Plat. Phaed. 106 a.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne peut être rafraîchi ou refroidi.
Étymologie: , ψύχω.

Russian (Dvoretsky)

ἄψυκτος: не охлаждающийся, не остывающий Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἄψυκτος: -ον, ὁ μὴ ψυχόμενος, κἂν εἰ τὸ ἄψυκτον ἀνώλεθρον ἦν, ὁπότε ἐπὶ τὸ πῦρ ψυχρόν τι ἐπῄει. οὔποτ’ ἂν ἀπεσβέννυτο, οὐδ’ ἀπώλλυτο, ἀλλὰ σῶν ἂν ἀπελθὸν ᾤχετο Πλάτ. Φαίδων 106Α.

Greek Monolingual

και άψυχτος, -η, -ο (Α ἄψυκτος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να ψυχθεί.

Greek Monotonic

ἄψυκτος: -ον (ψύχω), αυτός που δεν είναι ικανός να παγώσει, μη ψυχόμενος, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ψύχω
not capable of being cooled, Plat.