λιθοκοπικός

From LSJ
Revision as of 03:19, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθοκοπικός Medium diacritics: λιθοκοπικός Low diacritics: λιθοκοπικός Capitals: ΛΙΘΟΚΟΠΙΚΟΣ
Transliteration A: lithokopikós Transliteration B: lithokopikos Transliteration C: lithokopikos Beta Code: liqokopiko/s

English (LSJ)

ή, όν, of or for stone-cutting, σκεῦος Eust.1533.10.

German (Pape)

[Seite 45] ή, όν, zum Steinhauen gehörig, Eust. ἡ λιθοκοπικὴ τέχνη, Steinhauerkunft.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθοκοπικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς λιθοκοπίαν, σκεῦος Εὐστ. 1533. 10· ἡ -κή, (δηλ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ κόπτειν λίθους, Θεοδώρητ. IV. 797Β.

Greek Monolingual

λιθοκοπικός, -ή, -όν (Α) λιθοκόπος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λιθοκοπία.