σεισμοποιός
From LSJ
ἀναγκαιότεραι μὲν οὖν πᾶσαι ταύτης, ἀμείνων δ᾽ οὐδεμία → accordingly, although all other sciences are more necessary than this, none is more excellent (Aristotle, Metaphysics A 983a10)
English (LSJ)
όν, causing earthquakes, Ptol.Tetr.94, Vett. Val.8.25.
Greek Monolingual
-όν, Α
αυτός που προκαλεί σεισμικές δονήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σεισμός < -ποιός].