εὐρυπέδιλος

From LSJ
Revision as of 13:36, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs)

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρῠπέδῑλος Medium diacritics: εὐρυπέδιλος Low diacritics: ευρυπέδιλος Capitals: ΕΥΡΥΠΕΔΙΛΟΣ
Transliteration A: eurypédilos Transliteration B: eurypedilos Transliteration C: evrypedilos Beta Code: eu)rupe/dilos

English (LSJ)

ον, broad-sandalled: broad, ὁπλή Opp.C.1.288.

German (Pape)

[Seite 1095] breitschuhig, ὁπλή, breiter Huf, Opp. C. 1, 288.

Greek (Liddell-Scott)

εὐρυπέδῑλος: -ον, ἔχων εὐρέα πέδιλα, εὐρύς, ὁπλὴ Ὀππ. Κυν. 1. 288.

Greek Monolingual

εὐρυπέδιλος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που έχει πλατιά πέδιλα («κοθόρνους τε τῶν τραγικῶν καὶ εὐρυπεδίλους»)
2. συνεκδ. φρ. «εὐρυπέδιλος ὁπλή» — πλατιά οπλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -πέδιλος (< πέδιλον), πρβλ. καλλιπέδιλος, χρυσοπέδιλος].