εὐρυπέδιλος

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρῠπέδῑλος Medium diacritics: εὐρυπέδιλος Low diacritics: ευρυπέδιλος Capitals: ΕΥΡΥΠΕΔΙΛΟΣ
Transliteration A: eurypédilos Transliteration B: eurypedilos Transliteration C: evrypedilos Beta Code: eu)rupe/dilos

English (LSJ)

εὐρυπέδιλον, broad-sandalled: broad, ὁπλή Opp.C.1.288.

German (Pape)

[Seite 1095] breitschuhig, ὁπλή, breiter Huf, Opp. C. 1, 288.

Greek (Liddell-Scott)

εὐρυπέδῑλος: -ον, ἔχων εὐρέα πέδιλα, εὐρύς, ὁπλὴ Ὀππ. Κυν. 1. 288.

Greek Monolingual

εὐρυπέδιλος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που έχει πλατιά πέδιλα («κοθόρνους τε τῶν τραγικῶν καὶ εὐρυπεδίλους»)
2. συνεκδ. φρ. «εὐρυπέδιλος ὁπλή» — πλατιά οπλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -πέδιλος (< πέδιλον), πρβλ. καλλιπέδιλος, χρυσοπέδιλος].