εὐηγορέω
From LSJ
Μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible
English (LSJ)
Dor. εὐᾱγ-, speak well of, praise, Pi.I.1.51 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 1066] gut sprechen, loben, Pind.I. 1, 51, εὐαγορηθείς.
Greek (Liddell-Scott)
εὐηγορέω: λέγω καλὰ περί τινος, ἐπαινῶ, Πινδ. Ι. 1. 73 ἐν τῷ παθ.
Russian (Dvoretsky)
εὐηγορέω: (дор. part. aor. pass. εὐᾱγορηθείς) хорошо отзываться, восхвалять Pind.