ψάρος
From LSJ
Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht
English (LSJ)
or ψᾶρος, ὁ, = ψάρ, Arist.HA617b26; gen. pl. ψάρων Gal. 6.435.
German (Pape)
[Seite 1391] ὁ, = Vor.; Arist. H. A. 9, 26; s. Jacobs Ael. H. A. 16, 3.
Russian (Dvoretsky)
ψάρος: и ψᾰρος ὁ Arst. = ψάρ.
Greek (Liddell-Scott)
ψάρος: ἢ ψᾶρος, ὁ, = ψάρ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 26.
Greek Monolingual
ή ψᾱρος, ὁ, Α
1. το πτηνό ψαρ
2. είδος θαλάσσιου ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. θεματικός τ. του ψάρ].