ξενοκαδής
From LSJ
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
Full diacritics: ξενοκᾱδής | Medium diacritics: ξενοκαδής | Low diacritics: ξενοκαδής | Capitals: ΞΕΝΟΚΑΔΗΣ |
Transliteration A: xenokadḗs | Transliteration B: xenokadēs | Transliteration C: ksenokadis | Beta Code: cenokadh/s |
ές, caring for strangers, Pi.Pae. Oxy.841 Fr.131.
ξενοκᾱδής caring for strangers ξενοκαδ[ (Pae. 10.14)
ξενοκαδής, -ές (Α)
αυτός που φροντίζει τους ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -κᾱδής, δωρ. τ. του -κηδής (< κῆδος «φροντίδα»), πρβλ. δημο-κηδής].