καταστολίζω
From LSJ
ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?
English (LSJ)
clothe, dress, Plu.2.65d (Pass.), Eun.Hist.p.248 D.
French (Bailly abrégé)
vêtir, particul. parer.
Étymologie: κατά, στολίζω.
German (Pape)
bekleiden, ankleiden, Plut. am. et ad. discr. 36 und andere Spätere
Russian (Dvoretsky)
καταστολίζω: одевать, наряжать Plut.
Greek (Liddell-Scott)
καταστολίζω: στολίζω, καθ’ ὑπερβολὴν μέχρι τοῦ φορτικοῦ στολίζω, κυρίως καὶ μεταφορ., καταστολιζόμενον καὶ ἀναπλαττόμενον ὡς ἄγαλμα βαρβαρικὸν Πλούτ. 2. 65D· κ. εἰς τὸ θαυμαζόμενον σχῆμα Εὐνάπ.
Greek Monolingual
(Α καταστολίζω)
στολίζω κάποιον ή κάτι υπερβολικά, φορτώνω με στολίδια, στολίζω άφθονα.