ἐτυμηγόρος
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
ον, (ἀγορεύω) speaking truth, Orph.A.4,1178.
German (Pape)
[Seite 1053] wahr redend, αὐδή, ὀμφή, Orph. Arg. 1176.
Greek (Liddell-Scott)
ἐτῠμηγόρος: -ον, (ἀγορεύω) ὁ λέγων τὴν ἀλήθειαν, Ὀρφ. Ἀργ. 4. 1183.
Greek Monolingual
ἐτυμηγόρος, -ον (Α)
αυτὸς που λέει την αλήθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτυμος «αληθινός» + -αγόρος (< αγορεύω), πρβλ. δημ-ηγόρος
το η λόγω της συνθέσεως].