ἀλληλοκτονέω
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (LSJ)
siay each other, Hp.Ep.17, Arist.Fr.344, Ph.2.38.
Spanish (DGE)
matarse el uno al otro los que buscan la riqueza, Hp.Ep.17 (p.364), ἀλληλοκτονεῖ ... ὁ μάχιμος (κύκνος) Arist.Fr.344, ἀλληλοκτονοῦντες οἱ δυναστειῶν ἐφιέμενοι Ph.2.38, ἀλληλοκτονούντων ξένων Sch.A.Th.680.
German (Pape)
[Seite 102] sich gegenseitig tödten, Hippocr.; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλληλοκτονέω: τὸ φονεύειν ἀλλήλους, Ἱππ. 1282, 32, Ἀριστ. Ἀποσπ. 268.
Russian (Dvoretsky)
ἀλληλοκτονέω: убивать друг друга Arst.