ὁμοφράδμων
From LSJ
τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants
English (LSJ)
ον, gen. ονος, of the same mind, Lyr.Adesp.138.4.
German (Pape)
[Seite 341] ον, = Vorigem, p. bei Plat. Ep. I, 310 a.
Russian (Dvoretsky)
ὁμοφράδμων: 2, gen. ονος говорящий одно и то же, единодушный, согласный (ἀγαθῶν ἀνδρῶν νόησις Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοφράδμων: -ον, = ὁμοφραδής, Ποιητὴς παρὰ Πλάτ. ἐν Ἐπιστ. 310Α.
Greek Monolingual
ὁμοφράδμων, -ον (Α)
αυτός που έχει την ίδια γνώμη με άλλον, ομόγνωμος, σύμφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + φράδμων (< φράζω «μιλώ, εξηγώ»), πρβλ. κακο-φράδμων, πολυ-φράδμων.