ἱππωνέω
From LSJ
ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)
English (LSJ)
(ὠνέομαι) buy horses, X.Eq.Mag.1.14,Eq.11.13.
German (Pape)
[Seite 1262] Pferde kaufen, Xen. Hipp. 1, 14.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
acheter des chevaux.
Étymologie: ἵππος, ὠνέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἱππωνέω: покупать лошадей Xen.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππωνέω: (ὠνέομαι) ὠνοῦμαι, ἀγοράζω ἵππους, Ξεν. Ἱππαρχ. 1, 14, Ἱππ. 11, 13.
Greek Monotonic
ἱππωνέω: (ὠνέομαι), αγοράζω άλογα, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἱππ-ωνέω, ὠνέομαι
to buy horses, Xen.