λειψιφαής

From LSJ
Revision as of 02:55, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειψῐφᾰής Medium diacritics: λειψιφαής Low diacritics: λειψιφαής Capitals: ΛΕΙΨΙΦΑΗΣ
Transliteration A: leipsiphaḗs Transliteration B: leipsiphaēs Transliteration C: leipsifais Beta Code: leiyifah/s

English (LSJ)

ές, waning, σελήνη Max.455, cf. Heph.Astr.2.34.

German (Pape)

[Seite 27] μήνη, mit abnehmendem Lichte, sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

λειψῐφαής: -ές, ἐπὶ τῆς σελήνης, ἧς τὸ φῶς ἐλαττοῦται, ἀπολείπει, μήνη Μάξιμ. π. κατ. 455· ὡσαύτως, λειψίφωτος, ον, Παῦλ. Αἰγ. 2· λειψίφως Εὐστ. 811. 63.

Greek Monolingual

λειψιφαής, -ές (Α)
(για τη σελήνη) αυτή που έχει ελλιπές, ελαττωμένο, άτονο φως, αλλ. λειψίφωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειψι- (βλ. λείπω) + -φαής (< φάος), πρβλ. νυκτοφαής, χρυσοφαής, σύνθετο του τύπου τερψίμβροτος].