ἀποκρεμάω
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
= ἀποκρεμάννυμι, Arist.HA 540b26, Luc.Asin.30.
Spanish (DGE)
• Morfología: [c. diéct. -μοω- Apoll.Met.Ps.93.15 (p.196)]
colgar τοῦτο δεσμῷ περισφίγξας ἀπεκρέμα ... ἐκ τῆς οὐρᾶς Luc.Asin.30 (cód.)
•fig. hacer depender de πάντας ἀποκρεμόωσα (la justicia) φίλων ἰθύφρονας ἔργων Apoll.l.c.
•en v. pas. estar colgado, pender ἔχειν ἀποκρεμώμενα ἄττα δύο Arist.HA 540b26, fig. ἀποκρεμώμενον τὴν ῥῖνα de nariz aguileña Philostr.Her.33.5.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
fut. att. de ἀποκρεμάννυμι;
prés. c. ἀποκρεμάννυμι.
Étymologie: ἀπό, κρεμάω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκρεμάω: ἀποκρεμάννυμι, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 5, 5.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκρεμάω:
1 атт. fut. к ἀποκρεμάννυμι Arst.;
2 поздн. praes. к ἀποκρεμάννυμι Luc.