ἀκατόπτευτος

From LSJ
Revision as of 09:30, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατόπτευτος Medium diacritics: ἀκατόπτευτος Low diacritics: ακατόπτευτος Capitals: ΑΚΑΤΟΠΤΕΥΤΟΣ
Transliteration A: akatópteutos Transliteration B: akatopteutos Transliteration C: akatopteftos Beta Code: a)kato/pteutos

English (LSJ)

ον, not in aspect with, Paul.Al.O.2.

Spanish (DGE)

-ον
1 inadvertido μὴ νόμιζε ... τὸ σφάλμα ἀκατόπτευτον Rom.Mel.43.ιβʹ.3.2.
2 astrol. que no está en aspecto del planeta Venus, Paul.Al.70.4, de Saturno, Marte y el Sol, Paul.Al.73.3.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατόπτευτος, -ον) κατοπτεύω
αυτός που δεν έχει κατοπτευθεί ή δεν μπορεί να κατοπτευθεί, να παρατηρηθεί με προσοχή
αρχ.
εκείνος, τον οποίο δεν έχουν δει μαζί με άλλον.