καταταράσσω
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
English (LSJ)
Greek (Liddell-Scott)
κατατᾰράσσω: καθ’ ὑπερβολὴν ταράσσω, σύγχυσιν ἐπιφέρω, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
(Α καταταράσσω και καταταράττω)
βλ. καταταράζω.
German (Pape)
att. καταταράττω, ganz verwirren, in Unordnung bringen, Sp.