συνανακύπτω

From LSJ
Revision as of 19:53, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνανακύπτω Medium diacritics: συνανακύπτω Low diacritics: συνανακύπτω Capitals: ΣΥΝΑΝΑΚΥΠΤΩ
Transliteration A: synanakýptō Transliteration B: synanakyptō Transliteration C: synanakypto Beta Code: sunanaku/ptw

English (LSJ)

raise up the head along with, Them.Or.18.223c.

German (Pape)

[Seite 999] mit aufducken, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνανακύπτω: ἀνακύπτω ὁμοῦ μετά τινος, τῇ τῆς ψυχῆς φιλεργίᾳ καὶ τὸ σῶμα συνανηβᾷ καὶ συνανακύπτει Θεμίστ. 223C.

Greek Monolingual

ΜΑ
σηκώνω το κεφάλι μου μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀνακύπτω «σηκώνω το κεφάλι»].