μεσόχθων
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ, midland, in the interior, D.H.1.49.
German (Pape)
[Seite 141] ονος, mittelländisch, D. Hal. 1, 49.
Greek (Liddell-Scott)
μεσόχθων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ μεσόγαιος, ὁ ἐν τοῖς μεσογείοις ὤν, Διον. Ἁλ. 1. 49.
Greek Monolingual
μεσόχθων, -ονος, ό και ἡ (Α)
αυτός που βρίσκεται στα μεσόγεια, ο μεσόγειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + χθών, χθονός (πρβλ. αυτόχθων, ετερόχθων)].