ετερόχθων
From LSJ
ἀνδρὸς σπλάγχνον ἐκμαθεῖν → learn a man's heart, learn a man's inward nature
Greek Monolingual
-ον
1. αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα ή κράτος, αλλοδαπός, αλλογενής, ξένος
2. έποικος, πρόσφυγας
3. φρ. γεωλ. α) «ετερόχθονα κοιτάσματα λιθανθράκων» — κοιτάσματα λιθανθράκων που σχηματίζονται από φυτικά λείψανα τα οποία συσσωρεύονται μακριά από τον τόπο όπου φύονται
4. «ετερόχθονες μάζες πετρωμάτων» — μάζες πετρωμάτων που μετατοπίζονται μακριά από τον τόπο του αρχικού τους σχηματισμού, λόγω επωθήσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterochthonous < hetero- (πρβλ. ετερο-) + -chthonous (πρβλ. -χθονος < χθων). Η λ. μαρτυρείται από το 1838 στον Γ. Α. Ράλλη].