διαμύδησις
From LSJ
Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt
English (LSJ)
[ῠ], εως, ἡ, decay, mortification, Sor.1.73.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
medic. fungosidad, mortificación de un tejido, Sor.146.17.
Greek Monolingual
διαμύδησις, η (Α) διαμυδώ
σάπισμα, αλλοίωση ιστού ή οστού, που εμφανίζεται με σπογγοειδή μορφή.