μετριόσιτος
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
English (LSJ)
ον, moderate in eating, Poll.6.28,34.
German (Pape)
[Seite 163] mäßig essend, Poll. 6, 28 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μετριόσῑτος: -ον, ὁ ἐσθίων μετρίως, ἐγκρατὴς ἐν τῷ ἐσθίειν, Πολυδ. ϛʹ, 28, 34.
Greek Monolingual
μετριόσιτος, -ον (Α)
αυτός που τρώγει μέτρια, εγκρατής στο φαγητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτριος + -σιτος (< σῖτος), πρβλ. ολιγό-σιτος].