λιθοκάρδιος
From LSJ
English (LSJ)
ον, stony-hearted, Sch.E.Or.121.
German (Pape)
[Seite 45] mit steinernem Herzen, ἄνθρωπος, Schol. Eur. Or. 121; K. S..
Greek (Liddell-Scott)
λῐθοκάρδιος: -ον, ὁ ἔχων λιθίνην καρδίαν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 121, Ἐκκλ. - οὐσιαστ., λιθοκαρδία, ἡ, Γερμ. Κων/πόλεως σ. 688, ἔκδ. Mi.
Greek Monolingual
λιθοκάρδιος, -ον (AM)
σκληρόκαρδος
μσν.
μτφ. ξεροκέφαλος, αναίσθητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -κάρδιος (< -καρδία), πρβλ. θρασυκάρδιος, μελανοκάρδιος].