περιλαβεύς

From LSJ
Revision as of 13:26, 26 October 2019 by Spiros (talk | contribs)

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιλᾰβεύς Medium diacritics: περιλαβεύς Low diacritics: περιλαβεύς Capitals: ΠΕΡΙΛΑΒΕΥΣ
Transliteration A: perilabeús Transliteration B: perilabeus Transliteration C: perilaveys Beta Code: perilabeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, a surgical instrument, Hermes38.283.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
είδος χειρουργικού εργαλείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. περι-λαβ- του περιλαμβάνω + κατάλ. -εύς (πρβλ. αναλαβεύς, καταλαβεύς)].