πολεμητήριον
From LSJ
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
English (LSJ)
τό, head-quarters of a general, Plb.4.71.2.
German (Pape)
[Seite 653] τό, der Ort, von dem der Feldherr ausrückt u. seine kriegerischen Unternehmungen eröffnet, wie ὁρμητήριον, Pol. 4, 71, 2.
Russian (Dvoretsky)
πολεμητήριον: τό ставка полководца Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
πολεμητήριον: τό, ὁ τόπος ἐξ οὗ ὁ στρατηγὸς ἐνεργεῖ πολεμικῶς, ἀρχηγεῖον, Πολύβ. 4. 71, 2· πρβλ. ὁρμητήριον.
Greek Monolingual
τὸ, Α
τοποθεσία η οποία προστατευόταν με μόνιμα ή προσωρινά οχυρωματικά έργα και η οποία χρησίμευε ως ορμητήριο μιας στρατιωτικής δύναμης για διάφορες επιθετικές κυρίως ενέργειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολεμῶ + επίθημα -τήριον (πρβλ. οικητήριον)].