νιτρία
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
ἡ, soda-pit, PPetr.3p.60 (iii B.C.), Str.17.1.23.
Greek (Liddell-Scott)
νιτρία: ἡ, ὄρυγμα ἐξ οὗ ἐξορύττεται νίτρον, Στράβ. 803: ἐντεῦθεν τὸ παρὰ τὴν Μώμεμφιν διαμέρισμα ἐκαλεῖτο νομὸς Νιτριώτης, αὐτόθι.
Greek Monolingual
νιτρία, ἡ (Α)
τόπος όπου εξορύσσεται νίτρο, ορυχείο νίτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίτρον + κατάλ. -ία (πρβλ. -μυρτία)].