ἀμεύσιμος
English (LSJ)
Spanish (DGE)
(ἀμεύσῐμος) -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
transitable ὅπῃ καὶ ἀμεύσιμον ἦεν por donde era posible el paso A.R.4.297, cf. Et.Gen.633.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμεύσιμος: -ον, (ἀμεύομαι) = πορεύσιμος, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 297, Ἐτυμ. Μ.
Greek Monolingual
ἀμεύσιμος, -ον (Α) ἀμεύομαι
πορεύσιμος, διαπερατός, διαβατός.
Translations
passable
Bulgarian: проходим; Catalan: transitable; Finnish: kulkukelpoinen; German: passierbar; Greek: διαβατός; Ancient Greek: ἀμεύσιμος, βάσιμος, βατός, διαβατός, ἐμβατός, εὔβατος, εὔπορος, ἰτός, ὁδεύσιμος, ὁδοιπόριστος, ὁδωτός, περάσιμος, πορεύσιμος, πορευτός, πόριμος, πρακτός; Italian: passabile; Latin: pervius; Norwegian Bokmål: farbar; Nynorsk: farbar; Polish: przekraczalny