σιδηροσφαγία
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
ἡ, slaying with the sword, Vett.Val.128.2.
Greek Monolingual
ἡ, Α
σφαγή με ξίφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -σφαγία (< -σφάγος < σφάζω), πρβλ. τεκνοσφαγία)].