κνισολοιχία

From LSJ
Revision as of 17:03, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Ὁμιλίας δὲ τὰς γεραιτέρων (γεραιτέρας) φίλει → Seniliores quaere amicitias tibi → Den Umgang mit den Älteren erwähle dir

Menander, Monostichoi, 421
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνῑσολοιχία Medium diacritics: κνισολοιχία Low diacritics: κνισολοιχία Capitals: ΚΝΙΣΟΛΟΙΧΙΑ
Transliteration A: knisoloichía Transliteration B: knisoloichia Transliteration C: knisoloichia Beta Code: knisoloixi/a

English (LSJ)

ἡ, love of fat or roast meat, Sophil.5.

Greek (Liddell-Scott)

κνῑσολοιχία: ἡ, ἀγάπη πρὸς τὸ λίπος ὀπτοῦ κρέατος, Σώφιλος, ἐν «Συντρέχουσιν» 1.

Greek Monolingual

κνισολοιχία, ἡ (Α) κνισολοιχός
το να επιθυμεί κάποιος με λαιμαργία το λίπος ψητού κρέατος.

German (Pape)

ἡ, Bratenleckerei, Sophilus bei Ath. IX.386f.