ἀμύντης

From LSJ
Revision as of 10:05, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμύντης Medium diacritics: ἀμύντης Low diacritics: αμύντης Capitals: ΑΜΥΝΤΗΣ
Transliteration A: amýntēs Transliteration B: amyntēs Transliteration C: amyntis Beta Code: a)mu/nths

English (LSJ)

ὁ, defender, Phot. p.96 R., cf. Hdn.Gr.1.78.

Greek Monolingual

ἀμύντης, ο (ΑΜ)
αυτός που βοηθάει κάποιον σε κάτι, ο υπερασπιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμύνω.
ΣΥΝΘ. αρχ. κηραμύντης «αυτός που αποκρούει τον μοχθηρό», επίθετο που αποδόθηκε στον Ηρακλή].