περιαυγασμός
From LSJ
Κρόνου καὶ Ἰαπετοῦ ἀρχαιότερος → more ancient than Cronos and Iapetus, ante-preadamite, antediluvian
English (LSJ)
ὁ, halo, splendour, Dam.Pr.81.
Greek (Liddell-Scott)
περιαυγασμός: ὁ, = τῷ ἑπομ., Δαμασκ. π. Ἀρχ. σ. 227 Κομμ.
Greek Monolingual
ὁ, Α περιαυγάζω
λάμψη, στιλπνότητα.